Κυριακή 8 Ιουλίου 2007






Ανάλυση, ερμηνεία και σχολιασμός αόριστων χώρων. Διαλέξαμε να αναλύσουμε και να επεξεργαστούμε, ως αόριστο χώρο, δύο πλατείες στην παλιά πόλη της Πάτρας, δίπλα στην εκκλησία του Παντοκράτορα. Η παρουσίαση του υλικού που συγκεντρώθηκε από τις επισκέψεις και τις παρατηρήσεις μας γίνεται με ελεύθερο ύφος, συνδιάζοντας αντικειμενικά και προσωπικά στοιχεία, σε άμεση σχέση με την ατμόσφαιρα και το χαρακτήρα των χώρων.

Η μία κρυφή, ξεχασμένη, εγκαταλειμμένη, ατημέλητη.





















Παραπάνω παρατίθενται σκίτσα και πρόχειρα σχέδια από την πρώτη πλατεία, καθώς και σχέδια (κάτοψη και τομή)







Η άλλη συμμετρική, περιποιημένη, με κλαδεμένα δέντρα και όμορφη πλακόστρωση , αλλά και μια βρύση που προσφέρει ανακούφιση στους διψασμένους περαστικούς, δυνατότητα στους γύρω κατοίκους να ποτίζουν τους κήπους τους και σημείο συνάντησης των ταλαιπωρημένων από τον καλοκαιρινό ήλιο πουλιών της πόλης.







Σκίτσα και κατόψεις της δεύτερης πλατείας





Και στις δύο αυτές πλατείες η πρόσβαση είναι σχετικά εύκολη από πολλά κεντρικά σημεία της πόλης. Περπατώντας μέσα από στενά σοκάκια και δρόμους με γρήγορη κυκλοφορία περνάμε από το θορυβώδες κέντρο στις παλιές και ήρεμες συνοικίες. Στο δρόμο συναντούμε μνημεία από άλλες εποχές, που ξυπνούν ποικίλες αναμνήσεις και συναισθήματα. Φτάνουμε στην πρώτη πλατεία.







Χάρτης της περιοχής και φωτογραφία της πλατείας




Περιήγηση στην πρώτη πλατεία

6/7/2007, 10.30 : Περνούμε ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και ανακαλύπτουμε την πλατεία ως ένα χώρο ξεχασμένο από τους ανθρώπους. Κατεβαίνουμε τα τσιμεντένια σκαλάκια και περπατάμε ανάμεσα


σε σκουπίδια και ξερά φύλλα, μάρτυρες παλιότερων στιγμών που η πλατεία ήταν γεμάτη ζωή. Τώρα μόνο πίκρα και εγκατάλειψη. Οι λιγοστοί επισκέπτες του χώρου δεν το σέβονται όπως θα έπρεπε, ωστόσο αφήνουν το σημάδι τους, την υπογραφή τους στην οικιοποίηση της φύσης. Αναρωτιόμαστε για το χρόνο στον οποίο οι περιοδικοί αυτοί επισκέπτες έρχονται σε αυτήν την περίεργη επαφή με τη φύση, καθώς τώρα είναι έρημη, αν εξαιρέσουμε τις δύο γάτες που μόλις μας είδαν εξαφανίστηκαν. Καθόμαστε στο ένα από τα τρία σκουριασμένα και βρώμικα παγκάκια και προσπαθούμε να καταλάβουμε τη μορφή, τη δομή και το χαρακτήρα αυτής της κρυμμένης πλατείας.




11.30 : Δύο περαστικοί διασχίζουν βιαστικά την πλατεία χωρίς καν να κοιτάξουν προς το μέρος μας. Πιθανότατα δε μας πρόσεξαν, ή είχαμε ήδη γίνει μέρος του αφιλόξενου αυτού τοπίου, πλήρως αφοσιωμένοι στη δουλειά και τις σκέψεις μας. 12.00 : Σε λίγο ένα ζευγάρι τσιγγάνων έρχεται και καθαρίζει ένα κομμάτι της πλατείας, απλώνει κάτω μερικές κουβέρτες και ξαπλώνουν. Ένα ερωτευμένο ζευγάρι που ανακαλύπτει ένα μυστικό χώρο για να απομονωθεί από όλον τον υπόλοιπο κόσμο με τα άγχη και την ταχύτητά του, περνώντας σε μια άλλη διάσταση, αυτήν του παραμυθιού και της φαντασίας, της ξεγνιασιάς και της ανεμελιάς με κανένα εμπόδιο ανάμεσά τους εκτός από εμάς, τρία παιδιά που κάνοντας την εργασία τους καταλαμβάνουν το σχεδόν προσωπικό τους χώρο, το δωμάτιό τους, την πιο προσωπική τους στιγμή. Αρχικά μας αγνοούν και συμπεριφέρονται όπως θα έκανε κάθε ερωτευμένο ζευγάρι που έχει ξεκλέψει μερικά λεπτά για τους δυο τους, όμως μετά από αρκετές ώρες παρατηρήσεων, σκίτσων και σημειώσεων, η παρουσία μας αρχίζει να γίνεται ενοχλητική. Προσπαθούν αρχικά με έμμεσο τρόπο να μας δείξουν ότι είναι ώρα να φύγουμε, όμως η δουλειά μας έχει συνεπάρει και το τοπίο έχει αρχίσει ήδη να αποτυπώνεται στη ψυχή μας που δεν αντιλαμβανόμαστε πια άλλα μηνύματα εκτός από αυτά που η φύση μέσα από τα δέντρα, τα αγριόχορτα, τα σάπια ξύλα και το σκουριασμένο μέταλλο προσπαθεί να μας μεταδώσει. 14.00 : η επιμονή τους μεγαλώνει με μια άμεση ερώτηση "Τί ώρα θα φύγετε;". Τότε καταλάβαμε ότι είχε έρθει πια η ώρα να απομακρυνθούμε και να συνεχίσουμε την περιήγησή μας στις παλιές συνοικίες της Πάτρας, δηλαδή να κατευθυνθούμε προς τον επόμενο σταθμό της ημέρας και της εργασίας μας.













Φθάνοντας στη δεύτερη πλατεία

Με απόσταση μόλις μερικών μέτρων και με μοναδικό στοιχείο να τις ενώνει και συνάμα να τις χωρίζει το ναό του Παντοκράτορα. Αναρωτιόμαστε πώς γίνεται δύο παρόμοιοι χώροι με τον ίδιο προορισμό και την ίδια αρχική επιδίωξη, σχεδόν δίπλα, να έχουν μια τόσο διαφορετική μορφή και τόσο διαφορετική αντιμετώπιση από τους ίδιους ανθρώπους. "Πώς γίνεται οι κάτοικοι της ίδιας γειτονιάς να αγνοούν σχεδόν, η ακόμη και να μη γνωρίζουν τη μία και να συγκεντρώνονται μόνο στην άλλη πλατεία";

Αυτός ο προβληματισμός μας έρχεται πάλι στην επιφάνεια κατά τα πρώτα ακόμη λεπτά παραμονής μας στη δεύτερη πλατεία. 14.45 : Εκεί συναντούμε μια ομάδα παιδιών να παίζουν και να διασκεδάζουν στη σκιά των γερασμένων δέντρων. Ένα αληθινό εύρημα που μας κάνει τόσο μεγάλη εντύπωση σε σχέση με την προηγούμενη επίσκεψή μας. "Γιατί τα παιδιά αυτά επέλεξαν αυτήν την πλατεία για να παίξουν και να περάσουν την ώρα τους και όχι την άλλη που είναι πιο απομονωμένη και θα μπορούσαν να τη χρησιμοποιήσουν για να μοιραστούν μεταξύ τους και με το περιβάλλον τα μικρά τους εφηβικά μυστικά και όνειρα"; Βιντεοσκοπούμε τις κινήσεις των παιδιών και φωτογραφίζουμε τις συνεχείς μετακινήσεις σε μικρότερες ομάδες, αλλά και τις αντιδράσεις τους κατά την επιστροφή. Ακούν μουσική και ασχολούνται με τα κινητά τους τηλέφωνα. Ένα πραγματικό παράδειγμα συνύπαρξης φύσης, ανθρώπου και τεχνολογίας και διάδρασής τους μέσα σε ένα τεχνητά "φυσικό" περιβάλλον στον πυκνό ιστό του αστικού τοπίου.








16.30 : το ζευγάρι από την άλλη πλατεία ήρθε στη βρύση για να ρίξει λίγο νερό στο κεφάλι του και μετά έκατσε λίγο για να στεγνώσει και να χαζέψει. Για άλλη μια φορά μας ρωτούν για το σκοπό των επισκέψεών μας σε αυτούς τους δύο χώρους. Μετά από ώρα (16.55) φεύγουν, όπως και τα παιδιά και τη θέση τους παίρνει ένας ηλικιωμένος άνδρας που ήρθε από το κοντινό άσυλο ανιάτων για να κάνει την καθημερινή απογευματινή του βόλτα και να "ξεσκάσει" όπως ο ίδιος μας περιγράφει ευγενικά, αλλά βιαστικά και χωρίς ιδιαίτερη διάθεση για επιπλέον κουβέντα απομακρύνεται και επιστρέφει στο προστατευμένο περιβάλλον του. Κατά τη σύντομη αυτή παραμονή του, παρατηρούμε τη συνεχή μετακίνησή του από το ένα παγκάκι στο άλλο και το κάπνισμα της πίπας του που επαναλαμβανόταν κάθε φορά που άλλαζε θέση. Με το ένα του χέρι κρατά μια θερμοφόρα παρά το αρκετά ζεστό απόγευμα. Το άλλο του χέρι είναι ατροφικό, μάλλον από κάποια παλιά πάθηση ή ένα τραύμα με ιστορία. Μετά τη μοναχική του βόλτα και σύντομη περιήγηση στα γύρω στενάκια μια γιαγιά ήρθε και του έκανε για λίγο παρέα, ενώ πριν επιστρέψει στο άνετο και μαλακό του κρεβάτι μας απάντησε στις ερωτήσεις μας για την άλλη πλατεία πως ούτε τη γνωρίζει, αλλά ούτε και πηγαίνει προς αυτήν την κατεύθυνση.






Φωτογραφίες και στιγμιότυπα από τη δεύτερη πλατεία


20.45 : επιστρέφουμε και ξαναπηγαίνουμε και στις δύο πλατείες με την προοπτική και την πίστη ότι θα συναντήσουμε κάτι διαφορετικό απ' ότι το πρωί. Αλίμονο, τίποτα δεν έχει αλλάξει εκτός από το ότι το ζευγάρι έχει φύγει και τώρα η πλατεία είναι πραγματικά έρημη. Ούτε γάτες, ούτε πουλιά, το τιτίβισμα των οποίων τόσο όμορφα μας συντρόφευε μέσα στην κάψα και την ησυχία του μεσημεριού. 21.30 : Βαδίζουμε και καθόμαστε στο δεύτερο προορισμό μας. Εδώ τουλάχιστον υπάρχουν μερικά σημάδια ζωής και κίνησης. Μερικά ζευγαράκια ηλικιωμένων και άλλα μοναχικά άτομα κάθονται στα ημιφωτισμένα παγκάκια. Σκιές και χρώματα του δειλινού έρχονται και αντικαθιστούν τις έντονες αντιθέσεις της ημέρας, κάνοντας το τοπίο μυστηριώδες και πιο αόριστο από οτιδήποτε άλλο συναντήσαμε εκείνη την ημέρα.


Επιστρέφοντας την επόμενη ημέρα

7/7/2007, 19.25, στάση στην πρώτη πλατεία : Αποφασισμένοι πλέον να αντιμετωπίσουμε διαφορετικά, τόσο τα στοιχεία της φύσης, όσο και τους ίδιους τους ανθρώπους. Αναζητούμε τα σημάδια της παρουσίας και της εργασίας μας που προσεκτικά αφήσαμε το προηγούμενο βράδυ, αλλά απουσιάζουν, στοιχείο ανθρώπινης παρουσίας κατά τη διάρκεια της νύκτας. Μετά από μερικές πορείες και αναζητήσεις ήχων και εικόνων εγκαταλείπουμε τον πρώτο μας σταθμό και ψάχνουμε να βρούμε μαρτυρίες περαστικών και κατοίκων για τις δύο αυτές πλατείες. 19.50 : Οι ήχοι που ακούγονται στο περιβάλλον μας οδηγούν στην εκκλησία, όπου ρωτούμε το νεοκόρο και μας αφηγείται μερικά γεγονότα που συνδέονται με τη δημιουργία και τη ζωή της πρώτης πλατείας. Μας εξηγεί το λόγο της εγκατάλειψης και της αδιαφορίας από τους περαστικούς, που κατά τη γνώμη του βρίσκεται στη χρήση της πλατείας από ναρκομανείς και τσιγγάνους και στο φόβο των κατοίκων. Τον ευχαριστούμε και οδηγούμαστε μέσα από το ναό, στη δεύτερη πλατεία (20.10).











Εκεί συναντούμε διαδοχικά τον ίδιο παππού, μια γιαγιά που πηγαίνοντας να πετάξει τα σκουπίδια της μας αφηγείται την ιστορία της ζωής της (20.50), μια κοπέλα που θυμάται την πλατεία από τα χρόνια που και αυτή ερωτευμένη περνούσε τα βράδια της εκεί με τον εκλεκτό της καρδιάς της και που τώρα πηγαίνει εκεί μόνο για να πάρει κάποιο τηλέφωνο από το καρτοτηλέφωνο και τελικά ένα ζευγάρι που περιμένει για να πάει στο γάμο φίλων στην εκκλησία και μας εξηγούν ότι διάλεξαν αυτό το χώρο ως χώρο αναμονής λόγω της ησυχίας και του φροντισμένου περιβάλλοντος, παρά το ότι η άλλη πλατεία έχει πιο εύκολη και γρήγορη πρόσβαση στην αυλή του ναού. Η κυρία μας εξομολογείται ένα από τα πιο μεγάλα της όνειρα και μυστικά: ότι ήθελε και αυτή να ακολουθήσει την αρχιτεκτονική, αλλά "δεν ήταν καλή στα πρακτικά μαθήματα". Τους αποχαιρετούμε ευγενικά δίνοντάς της μια παρότρυνση για πιθανές σπουδές αρχιτεκτονικής στο μέλλον.







Απογευματινοί επισκέπτες στη δεύτερη πλατεία





21.30 : Τελικά αποχωρούμε διαπιστώνοντας ότι η δεύτερη πλατεία αποδείχθηκε πιο ενδιαφέρουσα και η ζωή της πιο αόριστη από τη ζωή της πρώτης, γιατί ενώ είναι πιο ορισμένη χωρικά ο χρόνος κυλά με πολύ διαφορετικούς ρυθμούς που ουσιαστικά τη μεταβάλλουν ριζικά.

Η πρώτη πλατεία παρά το ότι δεν είναι συγκεκριμένη ως προς τη διαμόρφωση του χώρου της,δε θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε αόριστη, αφού η κατάσταση που επικρατεί παρουσιάζει "παράξενη" και "μυστηριώδη" ομοιομορφία ως προς τους ανθρώπους και το σκηνικό. Αντίθετα οι πολύ γρήγορες εναλλαγές σκηνικού και προσώπων, στη δεύτερη πλατεία, δε μπορούν να οδηγήσουν σε συγκεκριμένο ορισμό της, καθιστώντας την τελικά περισσότερο αόριστη απ' ότι θα μπορούσε κάποιος να την χαρακτηρίσει με μια πρώτη εντύπωση...









Μία από τις μεθόδους που χρησιμοποιήσαμε για την ανάλυση των χαρακτηριστικών των τόπων που μελετήσαμε, είναι η αποτύπωση των διαφόρων επιφανειών σε ρυζόχαρτο. Παραπάνω παρατίθενται δείγματα αυτής της δουλειάς (από αριστερά προς τα δεξιά: η σχάρα κάτω από τη βρύση, πλακόστρωση, παγκάκι, κορμός δένδρου, κολόνα, τοίχος, παγκάκι, πλάτι από παγκάκι, φύλλο).

Συνεργάτες